ἐπιφατνιδίας

ἐπιφατνιδίας
ἐπιφατνιδίᾱς , ἐπιφατνίδιος
at the manger
fem acc pl
ἐπιφατνιδίᾱς , ἐπιφατνίδιος
at the manger
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιφατνίδιος — α, ο (Α ἐπιφατνίδιος, ία, ιον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στη φάτνη («τῆς ἐπιφατνιδίας φορβειᾱς», Ξεν.).. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φατνίδιος (< φάτνη), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθετο επίθετο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”